- γραμματεύω
- γραμμάτευσα, είμαι γραμματέας ή ασκώ καθήκοντα γραμματέα: Στη συνέλευση κανείς δε δέχτηκε να γραμματεύσει.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
γραμματεύω — to be secretary pres subj act 1st sg γραμματεύω to be secretary pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γραμματεύω — (AM γραμματεύω) [γραμματεύς] 1. είμαι γραμματέας 2. εκτελώ χρέη γραμματέα … Dictionary of Greek
γραμματεύοντα — γραμματεύω to be secretary pres part act neut nom/voc/acc pl γραμματεύω to be secretary pres part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γεγραμματευκέναι — γραμματεύω to be secretary perf inf act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γεγραμματευκόσι — γραμματεύω to be secretary perf part act masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γεγραμματευκώς — γραμματεύω to be secretary perf part act masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γραμματεῦσαι — γραμματεύω to be secretary aor inf act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γραμματεύειν — γραμματεύω to be secretary pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γραμματεύων — γραμματεύω to be secretary pres part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γραμματεύωσιν — γραμματεύω to be secretary pres subj act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)